- παλινδρομώ
- παλινδρομώ, παλινδρόμησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παλινδρομώ — (ΑΜ παλινδρομῶ, έω) [παλίνδρομος] νεοελλ. 1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά 2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος μσν. (για ακόντιο που ρίχνεται κατά τής ασπίδας) τινάζομαι… … Dictionary of Greek
παλινδρομώ — παλινδρόμησα 1. κινούμαι μπρος πίσω, κινούμαι προς τα πίσω αντί να πάω μπροστά: Το βλήμα παλινδρόμησε και σκότωσε τον πυροβολητή. 2. αλλάζω γνώμη, είμαι άστατος στις αποφάσεις μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλινδρομῶ — παλινδρομέω run back again pres subj act 1st sg (attic epic doric) παλινδρομέω run back again pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρόμῳ — παλίνδρομος running back again masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαλινδρομώ — ἀναπαλινδρομῶ ( έω) (Α) [παλινδρομῶ] επαναφέρομαι πίσω στο ίδιο σημείο … Dictionary of Greek
παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… … Dictionary of Greek
σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… … Dictionary of Greek